-
1 περιείλω
A wrap round, περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν (v.l. περιδεῖν, Cobet περιίλλειν) X.An.4.5.36 ;τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.Alex.15
.2 wrap up, swathe,τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d
:—[voice] Med., swathe oneself, ῥακίοις περιειλάμενος (Phot., Suid., - ειλλόμενος or - ειλόμενος codd.) Ar.Ra. 1066 :—[voice] Pass., to be wrapped up, Ath.15.672e; to be coiled, of a snake's tail, Gal.14.265, cf. OGI56.63 (Egypt, iii B. C.) ; to be concentrated,τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.Intr.Arat. 3
.II build a vaulting, Arch.Anz. 19.8 (Milet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιείλω
См. также в других словарях:
περιείλω — και περιειλῶ, έω και περιίλλω Α περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.) β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.) 2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι… … Dictionary of Greek